Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τού είπε “σε αγαπώ” σε δύο γλώσσες. Η μία ήταν στα ελληνικά και η άλλη στα αγγλικά. Εκείνη τη στιγμή το παιδί δεν κατάλαβε πολλά, παρά μόνο την αγάπη που λάμβανε.
Όσο το παιδί μεγάλωνε, η μητέρα του συνέχιζε να του μιλάει σε δύο γλώσσες. Στην αρχή αυτό το μπέρδευε, αλλά μετά του φάνηκε τόσο φυσικό που ήξερε πολύ καλά πως να χρησιμοποιεί τις λέξεις στην καθημερινότητά του. Μέχρι την ηλικία των τεσσάρων ετών είχε μάθει να μιλάει τόσο ελληνικά όσο και αγγλικά το ίδιο καλά. Ήταν σαν να μεγάλωναν μαζί του και οι γλώσσες που άκουγε από… πάντα! Έτσι από νωρίς είχε διακρίνει τις ξένες γλώσσες, εδραιώνοντας συνειδητά τις παραμέτρους της κάθε μίας, και τελικά είχε αγαπήσει τις λέξεις από όπου κι αν αυτές κατάγονταν.
Όταν ήρθε η στιγμή να πάει στο σχολείο, είχε πολλές απορίες για το πως θα ήταν εκεί αλλά και τι ξένη γλώσσα θα μάθαινε, αφού γνώριζε ήδη δύο! Η μητέρα του, που είχε φροντίσει να ενισχύσει τις γλωσσικές ικανότητές του με cds, dvds, βιβλία και πολλά παιδικά παραμύθια, του είπε πως το γεγονός ότι γνωρίζει δύο ξένες γλώσσες θα το βοηθήσει πολύ. Και πράγματι! Το παιδί μάθαινε εξαιρετικά γρήγορα, βρίσκονταν σε μία πνευματική εγρήγορση εντυπωσιάζοντας τους δασκάλους με την εγκεφαλική λειτουργία του και την ικανότητά του να μαθαίνει με ευκολία τις ξένες γλώσσες. Η αντίληψή του στο άκουσμα μίας καινούργιας λέξης ήταν εντυπωσιακή, ενώ η επιθυμία του να γνωρίσει τον κόσμο τον έκανε έναν μαθητή με πραγματικά υψηλούς στόχους.
Το παιδί της ιστορίας μας, που μεγάλωσε με δύο μητρικές γλώσσες, ανήκει στο 60% του πληθυσμού που είναι δίγλωσσο (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο), ανακάλυψε νωρίς πως η πολυγλωσσία είναι ένα όπλο για την καθημερινότητα και η διγλωσσία μία ασπίδα για το μυαλό. Όσο περισσότερο εξασκείς τις ξένες γλώσσες, τόσο πιο δυνατό μυαλό έχεις. Ένα μυαλό που μαθαίνει γρήγορα- και νέες ξένες γλώσσες, εννοείται- δουλεύει εξίσου γρήγορα (και αποδοτικά) και δεν κινδυνεύει από ασθένειες όπως είναι η άνοια ή το Αλτσχάιμερ…
Το παιδί αυτό μεγάλωσε και ταξίδεψε όσο πιο πολύ μπορούσε. Γνώρισε διαφορετικές κουλτούρες και είχε την ευκαιρία να εργαστεί στις χώρες που ονειρευόταν πετυχαίνοντας έτσι τους ακαδημαϊκούς, προσωπικούς κι επαγγελματικούς στόχους του. Για όλους αυτούς τους λόγους και για ένα τέτοιο μέλλον, πιστεύουμε στη διγλωσσία και στην πολυγλωσσία των παιδιών που από την ηλικία των επτά ετών μπορούν να μιλούν από δύο έως και τρεις ξένες γλώσσες (αν έχουν δύο μητρικές).